- ὑπέλυσε
- ὑπέλῡσε , ὑπολύωloosen beneathaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώληψ — κώληψ, ηπος, ἡ (Α) το πίσω μέρος τού γόνατος, η ιγνύα («κόψ ὄπισθεν κώληπα τυχών, ὑπέλυσε δὲ γυΐα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶ λον + ηψ, πιθ. < ἅπτω] … Dictionary of Greek
φαίδιμος — ον, θηλ. και ίμη, Α (ποιητ. τ.) 1. (ιδίως για μέλη τού ανθρώπινου σώματος αλειμμένα με λάδι) αυτός που λάμπει, στιλπνός («καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα γυῑα», Ομ. Ιλ.) 2. (για ήρωα) ένδοξος, ονομαστός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατὰ ψυχὴν… … Dictionary of Greek